- σταβάρι
- και στιβάρι, το, Ντο τμήμα τού ρυμού τού αρότρου προς τη μεριά τού ζυγού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ἱστοβο-άριον υποκορ. τού αρχ. ἱστο-βοεύς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταβάρι — το μέρος του αλετριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
ακροστάβαρο — το η ακροσταβαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. σταβάρι*] … Dictionary of Greek
ιστοβοεύς — ο (Α ἱστοβοεύς) ο ρυμός τού αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
στιβάρι — Ημιορεινός οικισμός (16 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μπατσίου. * * * το, Ν βλ. σταβάρι … Dictionary of Greek